χορήγημα

χορήγημα
το ассигнования; субсидия, дотация; пособие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χορήγημα" в других словарях:

  • χορήγημα — expenditure on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορήγημα — το, ΝΜΑ [χορηγῶ] νεοελλ. χρηματικό βοήθημα, επίδομα μσν. αρχ. το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι …   Dictionary of Greek

  • χορήγημα — το, ατος αυτό που χορηγείται, επίδομα, κάθε χρηματική παροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορηγήματα — χορήγημα expenditure on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχορήγημα — το (AM ἐπιχορήγημα) πρόσθετο χορήγημα …   Dictionary of Greek

  • επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»